- ἡλιαστήριον
- ἡλιαστ-ήριον, τό,A place for sunning oneself, Str.17.1.44, Gal.18(1).518; place for drying fruit, etc., PRyl.206.48 (iii A.D.), POxy.1631.17 (iii A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡλιαστήριον — place for sunning oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιαστήριο — το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω] νεοελλ. ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας αρχ. 1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος 2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί … Dictionary of Greek